Επιμέλεια κειμένου : Ηλίας Σιδηρόπουλος (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 21/11/2004)
Ο Μιχάλης Τσιγκάκος,
θυμάται σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια τις εκτελέσεις που έκαναν οι Γερμανοί στο Μονοδένδρι Λακωνίας στις 26 Νοεμβρίου του 1943, με τις οποίες αφαίρεσαν την ζωή 118 αθώων ανθρώπων.
«Κατάγομαι από τη Νύφη Λακωνίας. Η μητέρα μου, δασκάλα και επιθεωρήτρια σχολείων, είχε πεθάνει. Ο πατέρας ήταν καπετάνιος επιταγμένος από τους Γερμανούς σε ένα καράβι που μετέφερε καύσιμα από τα Πλύτρα στην Κρήτη. Ετσι, μαζί με τον αδελφό μου περιφερόμασταν από τον ένα συγγενή στον άλλο», διηγείται ο κυρ-Μιχάλης. Στα κάθε είδους μεροκάματα που έκαναν, πολλές φορές η αμοιβή ήταν σε είδος: «Την ημέρα που με συνέλαβαν θα έπαιρνα 15 οκάδες σύκα. Δεν πρόλαβα όμως. Οι άλλοι που ήταν μαζί μου είδαν το περιστατικό. Παράτησαν το φορτηγό και την κοπάνησαν τρέχοντας». Τους πήγαν σε ένα χώρο όπου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι.
«Ορισμένοι ψιθύριζαν ότι μας έπιασαν για αντίποινα. Κάποιους είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Το απόγευμα έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί γυναίκες που, κλαίγοντας, ζητούσαν να δούν τους ανθρώπους τους. Ομως οι γερμανοί δεν επέτρεψαν την παραμικρή επαφή». Ανάμεσα στους συλληφθέντες ο γιατρός Καρβούνης, γνωστός στη Λακωνία, αφού χειρουργούσε πολλές δύσκολες παθήσεις. Ολοι είχαν πέσει πάνω του να τους σώσει. «Αν είναι να τη γλιτώσω μόνο εγώ, τότε θα πάω πρώτος» τους απαντούσε. Το εννοούσε. Θα μπορούσε να είχε φύγει παραπάνω από μία φορά. Οι Γερμανοί ήξεραν καλά πόσο αγαπητός ήταν στους κατοίκους.
Την επόμενη μέρα το πρωί μάς έβαλαν σε ένα φορτηγό για το Μονοδένδρι. Εκεί που μας κατέβασαν υπήρχαν δεκάδες γερμανοί στρατιώτες. Σε κάτι λάκκους διέκρινα πεθαμένους. «Ωχ», κάνει ένας. «Μας έφεραν για εκτέλεση»… Τους βάζουν στη σειρά και αρχίζουν να πιέζουν έντονα τον Καρβούνη να φύγει: «Αυτός αρνιόταν. «Εδώ στη Σπάρτη ο αρχαίος νόμος λέει, ή όλοι ή κανένας» απαντά. Κάποιος προσπαθεί να τον τραβήξει με το ζόρι. Του ρίχνει μια κλοτσιά. «Γουρούνι!» του λέει ο γιατρός στα γερμανικά, καθώς σηκώνεται. Ο ναζί αφηνίασε. Του πιάνει το χέρι και του το γυρίζει ώσπου του το έσπασε. Συνέχισαν να τον πιέζουν να φύγει. Αρνήθηκε πεισματικά, παρά τους πόνους που είχε».
Γύρω στους 35-40 στρατιώτες παρατάσσονται απέναντι από τους συλληφθέντες. «Είχε μουντό συννεφιασμένο καιρό. Οι περισσότεροι κατάλαβαν τι τους περίμενε». Ενας στρατιώτης άρχισε να μοιράζει μαύρες κορδέλες. «Νιξ!» του κάνει ο 13χρονος Μιχάλης με το περίσσιο θράσος της ηλικίας του αλλά και συγκινημένος από τη στάση του γιατρού. «Ο Καρβούνης ζήτησε ως τελευταία επιθυμία να μας επιτρέψουν να τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο και το «Έχε γεια καημένε κόσμε». Όπως και έγινε. Ορισμένοι άρχισαν να κλαίνε.
Τότε ένας που ήταν δεξιά μου, μου λέει, «Καλά εμείς, αλλά κι εσένα ρε Μιχαλάκη;». »Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και ακούγεται το πρόσταγμα «Φάιαρ». Όπως γύρισα να τον κοιτάξω ένιωσα ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, σαν κάψιμο από τσιγάρο, κι έπεσα χάμω. Πάνω στην ωμοπλάτη μου έπεσε ένας υψηλόσωμος. Το πρόσωπό μου γέμισε με χυμένα μυαλά και αίματα. Έμεινα ακίνητος, παγωμένος…» Άρχισαν να πυροβολούν όσους βόγκαγαν από τους πόνους, ώσπου επικράτησε απόλυτη σιωπή: «Έμεινα ακίνητος, μπορεί και μια ώρα. Μόλις έφυγαν τα αυτοκίνητα, περίμενα λίγο και έκανα να φύγω. Σηκώθηκα και αντίκρισα την πιο εφιαλτική εικόνα της ζωής μου.
Όλοι κείτονταν νεκροί»