"Αστάθεια και αβεβαιότητα στην οικονομική πολιτική για την ανάπτυξη των ΑΠΕ η οποία εκφράστηκε με την επιβολή έκτακτης «εισφοράς αλληλεγγύης» σε όλες τις τεχνολογίες (ν. 4093/2012 του Υπουργείου Οικονομικών)" .
Στη κοινή ανακοίνωση 10 Περιβαλλοντικών Οργανώσεων Μεταξύ αυτών και η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία καταγγέλλουν επιπροσθέτως : " Συνέχιση της ανερμάτιστης και αντιαναπτυξιακής πολιτικής που αποτελεί βασικό αίτιο της κρίσης, με προώθηση καταστροφικών για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες επενδύσεων αμφίβολου οικονομικού οφέλους και βιωσιμότητας".
ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΕ ΠΟΥ ΠΡΟΩΘΕΙ Η ΚΟΜΙΣΙΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ.
ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΟΧΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΒΟΡΡΑ (βλέπε κυρίως Γερμανία) ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ.
ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ; ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ-ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ.
ΤΟ ΚΛΙΜΑ; ΜΑ ΔΕΝ ΑΠΟΣΟΒΟΥΝΤΑΙ ΑΞΙΕΣ ΛΟΓΟΥ ΕΚΠΟΜΠΕΣ CO2 ENEKA ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΑΠΕ ΚΑΙ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΜΕΙΓΜΑ.
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ
ΑΜΦΙΒΟΛΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ "ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΜΑΣ"ΑΥΤΕΣ ΔΗΛΑΔΗ ΠΟΥ ΥΛΟΠΟΙΕΙ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ "ΕΥΡΩ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ" με την υποστήριξη των "δέκα"
Με τον νόμο 4093/2012 .. "Κύρωση της από 6 Σεπτεμβρίου 2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου ), επεβλήθη τέλος 10% και στον κύκλο εργασιών των εν λειτουργία αιολικών σταθμών.
Είναι γνωστές σε όλους οι
αυξημένες ταρίφες που απολαμβάνουν "οι επιχειρηματίες από την τσέπη μας". Η επιβολή έκτακτου τέλους στους "απετζήδες" ήταν επιβεβλημένη ενέργεια που θα έπρεπε να αφορά και στο τζίρο παρελθόντων ετών. Διαμαρτύρονται λοιπόν οι "αδελφές οργανώσεις" συντασσόμενες με τους "απετζήδες", που κραυγάζουν με θράσος ακόμη και για τις εγγυητικές επιστολές- φορολόγηση αδειών παραγωγής (βλ. συνημμένα). Δεν ξέρουμε που είναι ο Υπ. ΠΕΚΑ αλλά σίγουρα οι "δέκα αδελφές" είναι μαζί με την "αιολική ενεργειακή πλατφόρμα" για ακριβό και αναξιόπιστο ηλεκτρισμό -
ενεργειακή φτώχεια. Όσο για τον Συριζα και αυτοί στην διαμαρτυρία για το έκτακτο τέλος στον κύκλο εργασιών των ΑΠΕ. Μέσω του κου Χουντή, ακόμη και στο Ευρωκοινοβούλιο, συντασσόμενοι με το "Ευρωπαϊκό Φόρουμ για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (
EUFORES).
Θυμηθείτε και το "Ελντοράντο των ΑΠΕ" του κ. Τσίπρα (μέσω ταρίφας, αφορολογήτου και ακριβής ενέργειας βεβαίως), περιμένουμε νέα περί αυτής της νέας πηγής πλούτου (σε βάρος ποίων;)
Θα περιμέναμε εκ μέρους των δέκα τώρα και κάποια ανακοίνωση για τις παράνομες αδειοδοτήσεις αιολικών εντός προστατευόμενων περιοχών κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (βλ. συνημμένο "ανεμογεννήτριες στην ΖΕΠ Σπιζαετών") αλλά που αυτοί, είπαμε, ενδεχομένως θα προκαλούσε αστάθεια και αβεβαιότητα στην οικονομική πολιτική για την ανάπτυξη των ΑΠΕ μια τέτοια ανακοίνωση. Κατά τ' άλλα η BIRDLIFE ζητά περιβαλλοντικές θέσεις εργασίας για τις περιοχές Νatura (συνημμένο).
Μήπως για περισσότερα αιολικά σ' αυτές;
Μη σύννομη έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία
α) «ΑΣΠΗΕ ισχύος 24 MW στη θέση Χιονοβούνι, των Δήμων Ευρώτα και Μονεμβασίας του νομού Λακωνίας της εταιρείας ΑΡΧΡΑΝ ΑΙΟΛΙΚΗΣ Α.Ε.», ΑΔΑ Β49Ψ0-ΡΝ8/ Β49Θ0-ΖΝΓ/ Β41Β0-Ξ4Φ, α.π. οικ. 197940/2-5-2012 ΕΥΠΕ/ΥΠΕΚΑ / α) ορθή επανάληψη 15-5-2012 και β) ορθή επανάληψη 27-6-2012, β) «ΑΣΠΗΕ) ισχύος 22,95 MW στη θέση Γαϊδουροβούνι του Δήμου Μονεμβασίας» (α.π. οικ. ΥΠΕΚΑ ΕΥΠΕ 202888/1/11/2012, ΑΔΑ Β42Χ0-Α3Φ) και γ) ΑΣΠΗΕ συνολικής ισχύος 18,9 MW στις θέσεις Κοντοράχη και Σπαρτίλα-Κάρκανο, Δήμου Μονεμβασίας, Νομού Λακωνίας» (α.π. οικ. ΥΠΕΚΑ ΕΥΠΕ 202889/1-11-2012, ΑΔΑ Β42Χ0-ΙΨΠ,) (β) και (γ) θέσεις εντός του εκεί καταφυγίου άγριας ζωής.
Οι ανωτέρω πράξεις αφορούν σε αιολικούς σταθμούς που χωροθετούνται εντός των περιοχών του δικτύου Natura με κωδικούς GR 2540001 και GR 2540007 (Ζ.Ε.Π.) και συνεργούν άμεσα και άκρως δυσμενώς με τον αιολικό σταθμό ονομαστικής ισχύος 19,8 MW στη θέση Μπελεχέρι (εκεί άρχισαν εργασίες εγκατάστασης-χωματουργικά μετά την ανάκληση της απόφασης Ε.Α. ΣτΕ 911/08, υπεβλήθη νέα αίτηση αναστολής εργασιών) ως προς τις επιπτώσεις τους στις οικείες περιοχές Natura.
Ειδικότερα ο υποσταθμός του ΑΣΠΗΕ ισχύος 24 MW στη θέση Χιονοβούνι αποτελούμενος από 12 ανεμογεννήτριες των 2 MW εκάστη, χωροθετείται πλησίον του αιολικού σταθμού στη θέση «Μπελεχέρι» που αποτελείται από 10 ανεμογεννήτριες των 3 MW εκάστη και οι ΑΣΠΗΕ στις ορεινές θέσεις “Γαϊδουροβούνι” με 27 ανεμογεννήτριες των 850 KV εκάστη και “Κοντοράχη” με 13 ανεμογεννήτριες των 900 KV εκάστη χωροθετούνται στην προέκταση νοητής γραμμής μήκους δέκα χιλιομέτρων που εκτείνεται από την ορεινή θέση Μπελεχέρι και νοτιανατολικά επί των ανωτέρω κορυφογραμμών,
Σημειώνεται ως προς τις συνολικές και άμεσες επιπτώσεις από την εγκατάσταση του ΑΣΠΗΕ στο Μπελεχέρι και τα ομοειδή έργα πλησίον του, ότι θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και ο εν λειτουργία αιολικός σταθμός 10,2 MW αποτελούμενος από 12 «αναβαθμισμένες» ανεμογεννήτριες των 850 MW έκαστη στη ορεινή θέση Ράχη Γκιώνη-Ράχη Λούτσα που βρίσκεται σε απόσταση 1.5 χιλιομέτρου σε παράλληλη νοητή γραμμή με το όρος Γαϊδουροβούνι. Τα αιολικά (α),(β),(γ) έχουν αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικώς, πλην όμως αυτό συνέβη κατά παράβαση του ισχύοντος κοινοτικού πλαισίου για εγκρίσεις έργων, σχεδίων και δραστηριοτήτων εντός ή πλησίον περιοχών Natura καθώς δεν έχει προηγηθεί η δέουσα εκτίμηση των συνεπειών τους.
Πρόκειται για μία νεοφανή διοικητική πρακτική της αδειοδοτούσας αρχής, ήτοι να εγκρίνονται τα έργα εντός των περιοχών κοινοτικού ενδιαφέροντος και προστασίας των Οδηγιών 92/43/EOK και 79/409/ΕΟΚ δίχως να έχει ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη διαδικασία του δεύτερου σταδίου του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43 για τους οικοτόπους, δηλαδή αυτή της υποβολής και έγκρισης της μελέτης δέουσας εκτίμησης.
Ως προς το
Χιονοβούνι,
Ζαρακας Χιονοβούνι ΣηφάκηςOK
υπεβλήθη “Τελική-επικαιροποιημένη ορνιθολογική μελέτη” στην αδειοδοτούσα αρχή περίπου οκτώ μήνες μετά την λήξη της διαδικασίας γνωμοδοτήσεων και συμμετοχής του ενδιαφερόμενου κοινού με δικαίωμα υποβολής γνώμης, που εν συνεχεία διαβιβάστηκε στην Δ/νση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού / Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος ΥΠΕΚΑ με το α.π. οικ. 196678/7-3-2012 έγγραφο ΥΠΕΚΑ/ΕΥΠΕ.
Η διαβούλευση δεν επαναλήφθηκε μετά την υποβολή της «επικαιροποιημένης» ή «τελικής» ΕΟΜ. Όλες οι άλλες εμπλεκόμενες Υπηρεσίες γνωμοδότησαν βάσει της απορριφθείσας αρχικής ορνιθολογικής μελέτης το δε αρμόδιο Τμήμα της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού ΥΠΕΚΑ απεφάνθη δια του υπ’ αριθ. 160343/458/22-03-2012 εγγράφου του ότι : «για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα, σύμφωνα και με τις επιταγές της παραγράφου 3 του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/43 ΕΟΚ, των περιοχών Natura στην Ν-Α Λακωνία (πρόκειται περί λάθους, αφορά στην Β-Α Λακωνία), όπου και εμπίπτει ο ΑΣΠΗΕ στην θέση Χιονοβούνι (Κοκκινόβραχος), θα πρέπει η σχετική μελέτη γενικής παρακολούθησης της περιοχής του συνόλου της έκτασης της Ζ.Ε.Π. να αρχίσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την κατασκευή του έργου...».
Παραταύτα το έργο εγκρίθηκε, κατά παράβαση των κείμενων διατάξεων.
Παρομοίως ως προς τους αιολικούς σταθμούς στις θέσεις “Σπαρτίλα-Κάρκανο”, “Κοντορράχη” και “Γαϊδουροβούνι” υπεβλήθη το “2ο συμπληρωματικό υπόμνημα μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων” εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εταιρειών κατόπιν της αρχικής αρνητικής γνωμοδότησης της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού ΥΠΕΚΑ, για να απαιτήσει ομοίως η αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος δια του υπ’ αριθ. 160516/701/09-04-2012 εγγράφου της, για κάθε έργο από αυτά, μελέτη τύπου «appropriate assessment» για το σύνολο της Ζ.Ε.Π. κατά το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Οι Υ/Α ΕΠΟ για τα εν λόγω αιολικά όμως όμως δημοσιεύθηκαν.
Και στην περίπτωση αυτή εγκρίθηκαν τα αιολικά κατά παράβαση των κείμενων κοινοτικών διατάξεων περιβαλλοντικής προστασίας.
Προς τον Κο Υπουργό ΠΕΚΑ υπ' όψιν όλων.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43 /ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 206 της 22/07/1992 σ. 0007 – 0050): «Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του.
Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη».
Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. C-256/98 Επιτροπή κατά Γαλλίας (ECR 2000 I-02487) σκ. 38 και Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Fennely σκ.33) αναφορικά με το ποια «σχέδια» εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 3 συμπεραίνεται το εξής: «στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 3, ο όρος «σχέδιο» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως.
Οι τόποι που μπορούν να επηρεαστούν από τέτοια σχέδια είναι εξ ορισμού τόποι κοινοτικής σημασίας οι οποίοι εμπίπτουν στο καθεστώς προστασίας που εισάγεται σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2. Η υιοθέτηση συσταλτικής ερμηνείας του όρου αυτού θα ήταν αντίθετη τόσο προς το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 3 («κάθε σχέδιο»), όσο και προς τους στόχους διατηρήσεως με τους οποίους συνδέεται ο καθορισμός των Ειδικών Ζωνών Διατήρησης. Εφόσον η ενδεχόμενη μελλοντική ανάπτυξη ενός τόπου εξαρτάται κυρίως από την εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου, ratione materiae, η υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων επί του τόπου πρέπει συνεπώς να καλύπτει το σύνολο των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων, με εξαίρεση εκείνων που δεν είναι ικανές να επηρεάσουν κατά τρόπο σημαντικό, ατομικώς ή σε συνδυασμό με άλλες αναπτυξιακές δραστηριότητες, τους στόχους διατηρήσεως του τόπου. Η λύση αυτή είναι σύμφωνη με την αρχή του κοινοτικού δικαίου κατά την οποία οι εξαιρέσεις από γενικό κανόνα (εν προκειμένω, οι αναπτυξιακές δραστηριότητες για τις οποίες δεν είναι αναγκαία η εκτίμηση των επιπτώσεων επί του τόπου) πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας».
Αναφορικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων ο Υπουργός μπορεί να αποκτήσει την αναγκαία βεβαιότητα ότι σχέδια (έργα) δεν πρόκειται να έχουν επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα των τόπων στους οποίους εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, πρέπει να αποκλεισθεί η διατήρηση, από επιστημονικής απόψεως, οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας, ενώ εξυπακούεται ότι ο Υπουργός πρέπει να στηρίζεται στις πλέον εξελιγμένες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος.
Ανατρέχοντας στη σκέψη 40 της απόφασης του ΔΕΚ C-127/02 Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging κατόπιν αίτησης έκδοσης προδικαστικής απόφασης που αφορούσε στην ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, η υποχρέωση της δέουσας εκτιμήσεως των επιπτώσεων ενός σχεδίου εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το σχέδιο αυτό είναι ικανό να επηρεάσει κατά τρόπο σημαντικό τον οικείο τόπο. (βλ. το υπ’ αριθ. 160343/458/22-03-2012 έγγραφο Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού/Τ.Δ.Φ.Π. ΥΠΕΚΑ)
Η κίνηση του μηχανισμού προστασίας του περιβάλλοντος που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν προϋποθέτει, όπως εξάλλου προκύπτει και από τον ερμηνευτικό οδηγό του άρθρου αυτού που κατάρτισε η Επιτροπή, υπό τον τίτλο «Διαχείριση των τόπων Natura 2000.
Οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας “περί οικοτόπων” (92/43/ΕΟΚ)», την ύπαρξη βεβαιότητας ότι το σχέδιο επηρεάζει κατά τρόπο σημαντικό τον οικείο τόπο, αλλά γίνεται και όταν υπάρχει απλώς πιθανότητα ότι το σχέδιο μπορεί να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Αυτή η νομική εκτίμηση απαντά στο ερώτημα: «Πρέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρόκειται για “σχέδιο” όταν μια ορισμένη δραστηριότητα μπορεί να επηρεάσει μια συγκεκριμένη περιοχή (οπότε πρέπει να λάβει χώρα “δέουσα εκτίμηση” για να κριθεί αν ο επηρεασμός αυτός είναι σημαντικός) ή η διάταξη αυτή σημαίνει ότι “δέουσα εκτίμηση” χρειάζεται να γίνει μόνον όταν είναι (αρκετά) πιθανόν ότι ένα “σχέδιο” μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη σχετική περιοχή;».
Στο προδικαστικό ερώτημα : «Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να κριθεί αν ένα κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση μιας περιοχής, μπορεί αυτό καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια να επηρεάσει σημαντικά την περιοχή αυτή;» το ΔΕΚ απάντησε ως εξής: Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων, στην περίπτωση που σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διατήρηση ενός τόπου ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού της διατηρήσεως του τόπου αυτού, πρέπει να θεωρείται ως δυνάμενο να επηρεάσει τον συγκεκριμένο τόπο κατά τρόπο σημαντικό. Η εκτίμηση αυτού του κινδύνου πρέπει, ιδίως, να γίνεται υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και προϋποθέσεων του τόπου τον οποίο αφορά το σχέδιο. Η δε απάντηση που δόθηκε στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, στην ίδια υπόθεση, δεν επιτρέπει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ερώτημα αν είναι δυνατόν σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 6 παρ. 3 να εγκριθεί ένα σχέδιο ή έργο πριν ολοκληρωθεί η κατάλληλη εκτίμηση των επιπτώσεων από αυτά: «61. Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου επί του οικείου τόπου συνεπάγεται ότι, προ της εγκρίσεως του σχεδίου, πρέπει να εντοπιστούν, λαμβανομένων υπόψη των πλέον προωθημένων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες εκείνες οι πτυχές του σχεδίου που θα μπορούσαν, αυτές καθεαυτές ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια, να επηρεάσουν τον σκοπό της διατηρήσεως του οικείου τόπου».
Άλλως, σύμφωνα με τις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην εν λόγω απόφαση, (βλ. νομική εκτίμηση 111): «Συνοψίζοντας, στο τέταρτο ερώτημα –στο μέτρο που αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων– πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η δέουσα εκτίμηση πρέπει –να προηγείται της εγκρίσεως σχεδίου, – να λαμβάνει υπόψη σωρευτικά αποτελέσματα και –να τεκμηριώνει κάθε επηρεασμό των στόχων διατηρήσεως.
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εγκρίνουν σχέδιο μόνον όταν είναι βέβαιες, κατόπιν σταθμίσεως όλων των σχετικών πληροφοριών, ιδίως της δέουσας εκτιμήσεως, ότι η οικεία περιοχή δεν πρέπει να θίγεται. Τούτο προϋποθέτει ότι, εφόσον υπάρχει πεποίθηση των αρμοδίων αρχών, δεν υφίσταται προφανής αμφιβολία ως προς την έλλειψη τέτοιων επιπτώσεων.
Στις προ ημερών δημοσιευμένες προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως επί της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης του ΔΕΕ, την οποία υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) στις 26 Μαΐου 2011 — Peter Sweetman, Ιρλανδία, Attorney General και Minister for the Environment, Heritage and Local Government κατά An Bord Pleanala (Υπόθεση C-258/11) επί των ερωτημάτων :
α) Ποια είναι τα νομικά κριτήρια που μια αρμόδια αρχή πρέπει να εφαρμόσει κατά την αξιολόγηση της δυνατότητας ένα σχέδιο που εμπίπτει στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων να "παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου" και
β) αν έχει η εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως ως συνέπεια ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν δύναται να εγκριθεί αν θα οδηγούσε στη μόνιμη μη ανανεώσιμη απώλεια ολόκληρου ή οποιουδήποτε μέρους του περί ου πρόκειται οικοτόπου,
γ) ....., η Γενική Εισαγγελεύς πρότεινε στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα που του έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο: « Για να διαπιστωθεί αν ένα σχέδιο που εμπίπτει στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, παραβλάπτει την ακεραιότητα ενός τόπου, πρέπει να εξακριβώνεται κατά πόσον το σχέδιο αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στα συστατικά στοιχεία του τόπου αυτού, λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους έχει επιλεγεί ο τόπος αυτός και των συναφών στόχων διατήρησης.
Πρέπει να γίνεται δεκτό ότι οι επιπτώσεις που είναι μόνιμες ή διαρκούν επί πολύ παραβλάπτουν την ακεραιότητα αυτή. Κατά την εξακρίβωση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της προφύλαξης».
Το άρθρο 6, παράγραφος 3, δεν αφορά την καθημερινή λειτουργία του τόπου. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο όταν υπάρχει σχέδιο που δεν συνδέεται άμεσα ή δεν είναι αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει δύο στάδια εξέτασης. Στο πρώτο στάδιο πρέπει να εξακριβώνεται κατά πόσον το σχέδιο «είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο». Το κατώτατο όριο που προβλέπεται κατά το πρώτο στάδιο του άρθρου 6, παράγραφος 3, είναι πολύ χαμηλό. Πρόκειται απλώς για το σημείο από το οποίο καθίσταται υποχρεωτική η διενέργεια της δέουσας εκτίμησης των επιπτώσεων του σχεδίου για τους στόχους διατήρησης του τόπου.
Ο σκοπός της εκτίμησης αυτής είναι η λεπτομερής εξέταση του σχεδίου βάσει των «πλέον προωθημένων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος», όπως το εξέφρασε το Δικαστήριο (ΔΕΚ) . Το ευρύτερο κοινό μπορεί επίσης να κληθεί να εκφράσει την άποψή του. Οι απόψεις του κοινού παρέχουν συχνά αξιόλογα στοιχεία, λόγω της γνώσης που έχει το κοινό αυτό χάρη στην εγγύτητά του προς τον οικείο τόπο, και άλλες γενικότερες πληροφορίες, στις οποίες ειδάλλως δεν θα είχαν πρόσβαση οι διενεργούντες την εκτίμηση. Το ζήτημα που καλείται να επιλύσει η ειδικευμένη αυτή εκτίμηση είναι κατά πόσον το οικείο σχέδιο «παραβλάπτει την ακεραιότητα του τόπου», αφού με βάση ακριβώς αυτό θα λάβουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές την απόφασή τους.Το κατώτατο όριο σε αυτό (το δεύτερο) στάδιο είναι σαφώς υψηλότερο από ό,τι στο πρώτο. Ο λόγος είναι ότι το ερώτημα δεν είναι (για να χρησιμοποιηθεί απλούστερη διατύπωση) «αξίζει τον κόπο να το εξετάσουμε;» (το ερώτημα που τίθεται στο πρώτο στάδιο), αλλά μάλλον «τι θα συμβεί στον τόπο, αν προχωρήσει το εν λόγω σχέδιο", και "είναι αυτό συμβατό με τη “διατήρηση ή αποκατάσταση της ικανοποιητικής κατάστασης της διατήρησης” του οικείου οικοτόπου ή είδους;».
Η ακεραιότητα που πρέπει να διασφαλιστεί είναι η ακεραιότητα «του τόπου». Όταν πρόκειται για τόπο ενταγμένο σε φυσικό οικότοπο, αυτό σημαίνει έναν τόπο που έχει επιλεγεί λόγω της ανάγκης διατήρησης (ή αποκατάστασης) του εν λόγω οικοτόπου σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης (αν πρόκειται για Ζώνη Ειδικής Προστασίας παρομοίως άλλα όσον αφορά στα είδη χαρακτηρισμού και οριοθέτησης του). Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο οικείος τόπος είναι φυσικός οικότοπος προτεραιότητας (ή φιλοξενεί είδη προτεραιότητας- απειλούμενα). Κατά συνέπεια, τα κρίσιμα συστατικά χαρακτηριστικά του τόπου είναι αυτά για τα οποία επελέγη ο τόπος αυτός και οι συναφείς στόχοι διατήρησης. Προκειμένου δηλαδή να εξακριβωθεί αν επηρεάζεται η ακεραιότητα του τόπου, το βασικό ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει το όργανο που θα λάβει την απόφαση είναι το εξής: «Γιατί επελέγη ο συγκεκριμένος αυτός τόπος και ποιοι είναι οι σχετικοί στόχοι διατήρησης;».
Η ακεραιότητα του τόπου δεν πρέπει να «παραβλάπτεται». Σε ορισμένες περιπτώσεις η δέουσα εκτίμηση κατά το δεύτερο στάδιο, που πραγματοποιείται κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, ενδέχεται να καταλήξει στο πόρισμα ότι το σχέδιο έχει ουδέτερα ή ακόμη και ευεργετικά αποτελέσματα για τον τόπο. Αν όμως τα αποτελέσματα είναι επιβλαβή, το σχέδιο δεν επιτρέπεται να προχωρήσει –σύμφωνα τουλάχιστον με την παραπάνω διάταξη.
Τι είναι όμως ένα επιβλαβές αποτέλεσμα και τι σημαίνει το ρήμα «παραβλάπτει»; Εδώ θα ήταν χρήσιμο να γίνει διάκριση μεταξύ τριών περιπτώσεων. Ένα σχέδιο μπορεί να συνεπάγεται κάποια τελείως προσωρινή υποβάθμιση του τόπου, η οποία μπορεί να διορθωθεί πλήρως –με άλλα λόγια, ο τόπος μπορεί να επανέλθει σύντομα στην ενδεδειγμένη κατάσταση διατήρησής του. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η εκσκαφή για την τοποθέτηση υπόγειου αγωγού εντός του τόπου, αλλά κοντά στα εξωτερικά όριά του. Υπό την προϋπόθεση ότι οποιαδήποτε υποβάθμιση του τόπου μπορεί να διορθωθεί, δεν παραβλάπτεται η ακεραιότητα του τόπου. Αντίστροφα όμως, τα μέτρα που συνεπάγονται μόνιμη καταστροφή ενός τμήματος του οικοτόπου λόγω του οποίου χαρακτηρίστηκε ο τόπος ως τόπος κοινοτικής σημασίας (ή Ζώνη Ειδικής Προστασίας ειδών της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ) πρέπει, να θεωρούνται εξ ορισμού επιβλαβή. Είναι πιθανό ότι, λόγω της καταστροφής αυτής, θα διακυβευθεί σοβαρά –και ανεπανόρθωτα– η επίτευξη των στόχων διατήρησης του τόπου. Ας υποτεθεί ότι ένα σχέδιο υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 6, παράγραφος 3. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον το σχέδιο αυτό μπορεί να υλοποιηθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4.
Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή όταν τα «
συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων» στον τόπο είναι «αρνητικά». Η φράση αυτή πρέπει, αν θέλουμε το άρθρο 6 να έχει κάποια συνοχή, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 4 αρχίζει εκεί ακριβώς όπου σταματάει το πεδίο της παραγράφου 3, δηλαδή όταν διαπιστώνεται ότι το οικείο σχέδιο δεν μπορεί να εκτελεστεί δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3. ..
Με δεδομένο αυτό το γενικό πλαίσιο, δεν μπορεί να είναι ορθή καμία ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 3, που να παρέχει μικρότερη προστασία από αυτή που παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 4. Αν τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να «λαμβάνουν κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο» στην περίπτωση εκτέλεσης σχεδίου κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4, με σκοπό την προστασία της συνολικής συνοχής του
Natura 2000, και συγχρόνως είχαν την ευχέρεια να εγκρίνουν περισσότερα σχέδια μικρότερης εμβέλειας δυνάμει της παραγράφου 3, έστω και αν τα σχέδια αυτά συνεπάγονται μόνιμες ή μακρόχρονες βλάβες ή καταστροφές, αυτό θα ήταν ασυμβίβαστο με την όλη οικονομία της ρύθμισης που προβλέπει το άρθρο 6.
Η ερμηνεία αυτή δεν θα καθιστούσε άλλωστε δυνατή την πρόληψη του φαινομένου που η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως
«αργό θάνατο», δηλαδή του φαινομένου που συνίσταται σε σωρευτικές απώλειες οικοτόπων ως αποτέλεσμα της έγκρισης της εκτέλεσης πολλών ή πολλαπλών σχεδίων μικρής εμβέλειας στον ίδιο τόπο .
Κατά την πρόσφατη νομολογία του ίδιου Δικαστηρίου (C-43/10 Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.α. κατά Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων κ.α., σκ. 111-113) το νομολογιακό δεδομένο διατυπώθηκε εκ νέου ως εξής : «111.>.. Όσον αφορά την κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 έννοια της «δέουσας εκτιμήσεως» πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία δεν καθορίζει ειδική μέθοδο για τη διεξαγωγή μιας τέτοιας εκτιμήσεως (C-304/05 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2007, σ. I-7495, σκέψη 57).
Το Δικαστήριο έχει πάντως κρίνει ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να διενεργείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να βεβαιωθούν ότι ένα σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα του οικείου τόπου, δεδομένου ότι, στην περίπτωση κατά την οποία παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία τέτοιων συνεπειών, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να αρνηθούν την παροχή της αιτούμενης εγκρίσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 58). Όσον αφορά τα στοιχεία βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποκτήσουν την αναγκαία βεβαιότητα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι πρέπει να αποκλεισθεί η διατήρηση, από επιστημονικής απόψεως, οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας, ενώ εξυπακούεται ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να στηριχθούν στις πλέον εξελιγμένες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging, σκέψεις 59 και 61, καθώς και Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 59).
Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει γίνει η δέουσα εκτίμηση όταν δεν υπάρχουν στοιχεία ή αξιόπιστα και επικαιροποιημένα δεδομένα για την ορνιθοπανίδα της οικείας ΖΕΠ. (Αυτά δηλαδή τα δεδομένα που απαίτησε η αρμόδια Υπηρεσία περιβάλλοντος Δ.Π.Σ./ τ.Δ.Φ.Π. ΥΠΕΚΑ δια των προαναφερομένων εγγράφων)
Με δεδομένο ότι οι πράξεις (α), (β) και (γ) αφορούν σε «σχέδια» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43, καθώς αφορούν σε αναπτυξιακές δραστηριότητες (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας) που αναπτύσσονται στο σύνολό τους εντός της ειδικής ζώνης διατήρησης (ΕΖΔ) της Οδηγίας 92/43 και της Ζώνης Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) της Οδηγίας 79/409 και ειδικότερα εντός της ΕΖΔ «
Όρη Γιδοβούνι, Χιονοβούνι, Γαϊδουροβούνι, Κορακιά, Καλογεροβούνι, Κουλοχέρα και περιοχή Μονεμβάσιας» με κωδικό
GR 2540001 και εντός της
ΖΕΠ με τον κωδικό
GR 2540007 και με την ονομασία «
Όρη Ανατολικής Λακωνίας», της έγκρισής των σχεδίων έπρεπε να προηγηθεί δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεών τους στους τόπους αυτούς με τρόπο ώστε να ο Υπουργός ΠΕΚΑ (που εξέδωσε τις πράξεις) να βεβαιωθεί ότι αυτά δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα των τόπων αυτών, και στην περίπτωση κατά την οποία παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία τέτοιων συνεπειών, να αρνηθεί την παροχή της αιτούμενης έγκρισης.
Πράγμα που Κε Υπουργέ δεν πράξατε καθόσον η διαδικασία της δέουσας εκτίμησης κατά το άρθρο 6 παρ. 3 εν προκειμένω, δεν έχει ολοκληρωθεί.
Αν δεν ανακληθούν εντός ολίγων ημερών οι μη σύννομες αποφάσεις που αναφέρονται άνωθεν θα υποβληθούν μηνύσεις ενώπιον του Κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κε Υπουργέ και βεβαίως αυτή η προειδοποίηση δεν συνιστά απειλή.
Είπαμε ότι στο εξής θα τηρούνται οι νόμοι και οι κείμενες διατάξεις, δεν είναι έτσι ;
Αντώνιος Κανδηράκης Κυπαρίσσι Ζάρακα Λακωνίας
Κάτω η ανακοίνωση των αδελφών οργανώσεων, ανακοίνωση - πρόκληση προς τους λοιπούς φορολογούμενους πολίτες.
10 Δεκεμβρίου 2012.
Η κρίση χτυπάει αλύπητα το περιβάλλον, όμως που είναι ο Υπουργός Περιβάλλοντος? (*Υπογράφει αποφάσεις για αιολικά εντός προστατευόμενων περιοχών κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου γιά τις περιοχές Natura, σημείωση του υπογραφόμενου)
Κοινή ανακοίνωση 10 Περιβαλλοντικών Οργανώσεων
Σε λίγες μέρες, η Κυβέρνηση κλείνει ένα εξάμηνο στο τιμόνι της χώρας. Μαζί με τις επώδυνες για την κοινωνία πολιτικές που θεσμοθετήθηκαν μέσα σε αυτό το διάστημα, σημειώθηκαν και πολλές αλλαγές στην περιβαλλοντική νομοθεσία οι οποίες έχουν επιφέρει επιπλέον επιδείνωση στην εθνική περιβαλλοντική πολιτική και σε κάθε προοπτική για οικολογικά, κοινωνικά και οικονομικά βιώσιμη διέξοδο της χώρας από την κρίση.
Συγκεκριμένα, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις
Αρκτούρος,
Αρχέλων,
Δίκτυο Μεσόγειος SOS,
Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης,
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία,
Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού,
Καλλιστώ,
Greenpeace,
MOm και
WWF Ελλάς, έχουν καταγράψει τις εξής αρνητικές και ανησυχητικές εξελίξεις μέσα στο τελευταίο εξάμηνο:
- Νέα επιδείνωση του καθεστώτος παραχώρησης δημόσιων φυσικών εκτάσεων, μέσα από τον ν. 4092/2012 του Υπουργείου Οικονομικών.
Στο στόχαστρο του συγκεκριμένου νόμου είναι η οικολογικά ευαίσθητη και οικονομικά πολύτιμη παρόχθια ζώνη και ο αιγιαλός που μπορούν πλέον με συνοπτικές διαδικασίες, και κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες για τις περιοχές αυτές ρυθμίσεις, να παραχωρούνται για κατασκευή λιμενικών εγκαταστάσεων και τουριστικών επενδύσεων.
- Ανατροπή της πολεοδομικής νομοθεσίας για κατά παραγγελία χωροθέτηση «παραθεριστικών χωριών» αμφίβολης οικονομικής αξίας για τις τοπικές κοινωνίες και την εθνική οικονομία, πάλι μέσα από τον ν. 4092/2012, αλλά και περαιτέρω περιβαλλοντική υποβάθμιση της υπαίθρου.
Πρόσθετη συρρίκνωση του Πράσινου Ταμείου. Συγκεκριμένα, μέσα από πρόσφατη πράξη νομοθετικού περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 229/2012), το Πράσινο Ταμείο δικαιούται να εκταμιεύσει μόνο το 2,5% των διαθεσίμων του ανά έτος (το ποσοστό αυτό ήταν 5% σύμφωνα με νόμο του 2011, ενώ ο ιδρυτικός του νόμος προέβλεπε διάθεση του συνόλου των πόρων του Ταμείου για περιβαλλοντικές δράσεις). Με την αλλαγή αυτή το Πράσινο Ταμείο πλέον αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του και να καλύψει π.χ. τις τεράστιες ανάγκες στήριξης των κρατικών υπηρεσιών για δασοπροστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και τη θεσμικά δεσμευτική υποχρέωση για αστικές αναπλάσεις, ώστε να επιτευχθεί περιβαλλοντικό ισοζύγιο στην περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκλήθηκε από την τακτοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων και λοιπών πολεοδομικών παραβάσεων.
Παράλογη κατάργηση φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών η οποία σχεδιάζεται χωρίς κανένα οικονομικό όφελος για το δημόσιο προϋπολογισμό και δίχως εγγυήσεις για τη σωστή διαχείριση των οικολογικά σημαντικών περιοχών που οι φορείς είχαν στη δικαιοδοσία τους.
Συνέχιση της ανερμάτιστης και αντιαναπτυξιακής πολιτικής που αποτελεί βασικό αίτιο της κρίσης, με προώθηση καταστροφικών για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες επενδύσεων αμφίβολου οικονομικού οφέλους και βιωσιμότητας.
- Απουσία της Ελλάδας από κρίσιμες διεθνείς διαπραγματεύσεις. Η πλέον πρόσφατη ηχηρή απουσία σημειώθηκε στην παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα στην Ντόχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικά οι διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή δίνουν μεγάλες ευκαιρίες για διεθνείς συνεργασίες, με στόχο την ανάπτυξη πράσινης επιχειρηματικότητας και καινοτομίας.
Αστάθεια και αβεβαιότητα στην οικονομική πολιτική για την ανάπτυξη των ΑΠΕ η οποία εκφράστηκε με την επιβολή έκτακτης «εισφοράς αλληλεγγύης» σε όλες τις τεχνολογίες (ν. 4093/2012 του Υπουργείου Οικονομικών).
- Υποβάθμιση του καθεστώτος περιβαλλοντικής αδειοδότησης τουριστικών επενδύσεων σε προστατευόμενες περιοχές, μέσα από την πρόσφατη σχετική Κ.Υ.Α.
Σοβαρές καθυστερήσεις στην εφαρμογή κρίσιμων πολιτικών της ΕΕ. Χαρακτηριστική είναι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκπόνηση των σχεδίων διαχείρισης της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα και η απώλεια της πρώτης περιόδου (2009-2015) εφαρμογής των προβλεπόμενων μέτρων για την επίτευξη της καλής κατάστασης των υδάτων. Επίσης, αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση στην εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και συγκεκριμένα ο ορισμός στόχων και μέτρων διατήρησης για τις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης που εντάσσονται στο ευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000.
Έγκριση σεισμικών ερευνών για υδρογονάνθρακες στο σημαντικότερο βιότοπο της Μεσογείου για τα κητώδη δίχως τήρηση των προβλεπόμενων από το διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο διαδικασιών για την αποφυγή των επιπτώσεων σε απειλούμενα είδη θαλάσσιων θηλαστικών.
Την ίδια στιγμή, οι ήδη αποδυναμωμένες κρατικές περιβαλλοντικές υπηρεσίες αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες για πάταξη του περιβαλλοντικού εγκλήματος, επαρκείς και έγκαιρες περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, καθώς και αδειοδοτήσεις και γνωμοδοτήσεις επί έργων και δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, από τα παραπάνω γίνεται δυστυχώς σαφές ότι το περιβάλλον και η βιώσιμη ανάπτυξη μπαίνουν στο περιθώριο, αντί να αποτελέσουν κινητήριο δύναμη για έξοδο από την κρίση. Οι όποιες θετικές πολιτικές των τελευταίων ετών ακυρώνονται, στο όνομα ανύπαρκτων και αποδεδειγμένα άπιαστων βραχυπρόθεσμων οικονομικών στόχων οι οποίοι κατά κανόνα λειτουργούν σε βάρος της κοινωνίας, του φυσικού περιβάλλοντος και της υγιούς επιχειρηματικότητας.