Κυρία Σαραντίτη, μιλήστε μας για τα πρώτα σας χρόνια, τα παιδικά, στη ναυτοπολιτεία του Καβομαλιά.
«Γεννήθηκα στη Νεάπολη Λακωνίας. Τόπος θαλασσινός. Με προαιώνιους δεσμούς με τη θάλασσα. Να φανταστείτε ότι τότε φοιτούσαν δώδεκα αγόρια στο γυμνάσιο. Από αυτά, τα εννέα έγιναν ναυτικοί και από τα κορίτσια, τρία τράβηξαν για τους θαλασσινούς δρόμους, δύο έγιναν ασυρματίστριες και μία θαλαμηπόλος. Τέλος, άλλες αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν θαλασσινούς.
Γεννήθηκα στην Κατοχή. Δύσκολα χρόνια, βέβαια, που προσωπικώς δεν τα βίωσα, διότι και νήπιο ήμουν και η επαρχία δεν υπέφερε όσο τα αστικά κέντρα, αλλά και με περιέβαλλε μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια. Ο πατέρας ήταν ναυτικός και μας έπαιρνε τα καλοκαίρια στα ταξίδια μαζί του.
Ταξίδια ονειρεμένα. Εσύ, ο ουρανός, η θάλασσα και ο Θεός, στη θεία ησυχία. Κάπου κάπου κανένα δελφίνι. Τους ρίχναμε φέτες ψωμί κι εκείνα έσπευδαν χαμογελώντας. Δεν χαμογελούν τα δελφίνια; Ε, εμένα μου χαμογελούν ακόμη και σήμερα.
Το καΐκι μας, ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ή ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ το όνομά του, μετέφερε στον Πειραιά προϊόντα του τόπου μας ή κουβαλούσε στη Νεάπολη προϊόντα από τα νησιά. Θυμάμαι, πηγαίναμε στη Σίφνο να πάρουμε τσουκάλια και σταμνιά. Στη Σαντορίνη φάβα και κρασί, στη Σύρο λουκούμια κι εκείνη τη θαυμάσια γραβιέρα της.
Ήταν πολύ αγαπημένη η οικογένειά μου. Και μεταξύ μας οι συγγενείς, και με τους γείτονες. Ό,τι κουβαλάω καλύτερο είναι από εκείνα τα χρόνια. Από εκείνες τις αγάπες...».
Διαβάστε τη συνέχεια στον «ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ» Δεκεμβρίου…
«Γεννήθηκα στη Νεάπολη Λακωνίας. Τόπος θαλασσινός. Με προαιώνιους δεσμούς με τη θάλασσα. Να φανταστείτε ότι τότε φοιτούσαν δώδεκα αγόρια στο γυμνάσιο. Από αυτά, τα εννέα έγιναν ναυτικοί και από τα κορίτσια, τρία τράβηξαν για τους θαλασσινούς δρόμους, δύο έγιναν ασυρματίστριες και μία θαλαμηπόλος. Τέλος, άλλες αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν θαλασσινούς.
Γεννήθηκα στην Κατοχή. Δύσκολα χρόνια, βέβαια, που προσωπικώς δεν τα βίωσα, διότι και νήπιο ήμουν και η επαρχία δεν υπέφερε όσο τα αστικά κέντρα, αλλά και με περιέβαλλε μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια. Ο πατέρας ήταν ναυτικός και μας έπαιρνε τα καλοκαίρια στα ταξίδια μαζί του.
Ταξίδια ονειρεμένα. Εσύ, ο ουρανός, η θάλασσα και ο Θεός, στη θεία ησυχία. Κάπου κάπου κανένα δελφίνι. Τους ρίχναμε φέτες ψωμί κι εκείνα έσπευδαν χαμογελώντας. Δεν χαμογελούν τα δελφίνια; Ε, εμένα μου χαμογελούν ακόμη και σήμερα.
Το καΐκι μας, ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ή ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ το όνομά του, μετέφερε στον Πειραιά προϊόντα του τόπου μας ή κουβαλούσε στη Νεάπολη προϊόντα από τα νησιά. Θυμάμαι, πηγαίναμε στη Σίφνο να πάρουμε τσουκάλια και σταμνιά. Στη Σαντορίνη φάβα και κρασί, στη Σύρο λουκούμια κι εκείνη τη θαυμάσια γραβιέρα της.
Ήταν πολύ αγαπημένη η οικογένειά μου. Και μεταξύ μας οι συγγενείς, και με τους γείτονες. Ό,τι κουβαλάω καλύτερο είναι από εκείνα τα χρόνια. Από εκείνες τις αγάπες...».
Διαβάστε τη συνέχεια στον «ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ» Δεκεμβρίου…