Κεντρικός ήρωας ο Ναπολέων Σουκατζίδης από την Κρήτη, Μικρασιατικής καταγωγής ο οποίος φυλακίστηκε για τις πολιτικές του και συνδικαλιστικές του απόψεις, όπως χιλιάδες Έλληνες από το καθεστώς Μεταξά και ακολούθως παραδώθηκε στους Γερμανούς .
Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Το τελευταίο σημείωμα” καταπιάνεται με τη συγκλονιστική αληθινή ιστορία που ξεκινάει από τους Μολάους όπου οι Λάκωνες Αντάρτες του Πάρνωνα επιτίθενται στον Γερμανό Υποστρατηγο Κρεχ με φρουρά εμπροσθοφυλακής 26 στρατιωτών την ώρα που επέστρεφε από την Μονεμβασιά με προορισμό την έδρα της Γερμανικής στρατιωτικής Διοίκησης Πελοποννήσου στην Τρίπολη.
Κοντά στους Μολάους δέχθηκε τα πυρά από τους Αντάρτες του Πάρνωνα σκοτώνοντας αυτόν και τρεις ακόμη Γερμανούς, επίσης υπήρξαν και τεσσερις τραυματιες για τους Γερμανούς.
Σε αντιποινα οι Γερμανοί εκτέλεσαν 135 Έλληνες κατά την επιστροφή τους από τους Μολάους έως την Σπάρτη και 200 ακόμη Έλληνες Κουμμουνιστές την 1η Μαίου του 1944 φυλακισμένοι στο "μπλοκ 15" του Χαϊδαρίου, μαζί τους Ναπολέων Σουκατζίδης κι ο Νίκος Γλέζος αδελφός του Μανώλη Γλέζου, στην Καισαριανή ως αντίποινα για την Ελληνική Αντίσταση.
Στις 30 Απριλίου 1944 κυκλοφόρησε στο Χαϊδάρι η φήμη ότι οι S.S. σκόπευαν να εκτελέσουν διακόσιους κρατουμένους ως αντίποινα για τη δολοφονία Γερμανού στρατηγού και τριών αξιωματικών του κοντά στη Σπάρτη από «κομμουνιστικάς συμμορίας». Ο διοικητής κάλεσε κάποιους από τους προϊσταμένους στα συνεργεία, όλους Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές. Ο Fischer τούς ζήτησε να υποδείξουν ποιοι μη Μεταξοκρατούμενοι κρατούμενοι θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν, καθώς οι ίδιοι θα μεταφέρονταν την επομένη σε άλλο στρατόπεδο.Ο Ναπολέων Σουκατζίδης στο Τμήμα Μεταγωγών στον Πειραιά το 1936. Στην ένθετη φωτογραφία, πορτρέτο του Ν. Σουκατζίδη. |
Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Το τελευταίο σημείωμα” καταπιάνεται με τη συγκλονιστική αληθινή ιστορία που ξεκινάει από τους Μολάους όπου οι Λάκωνες Αντάρτες του Πάρνωνα επιτίθενται στον Γερμανό Υποστρατηγο Κρεχ με φρουρά εμπροσθοφυλακής 26 στρατιωτών την ώρα που επέστρεφε από την Μονεμβασιά με προορισμό την έδρα της Γερμανικής στρατιωτικής Διοίκησης Πελοποννήσου στην Τρίπολη.
Κοντά στους Μολάους δέχθηκε τα πυρά από τους Αντάρτες του Πάρνωνα σκοτώνοντας αυτόν και τρεις ακόμη Γερμανούς, επίσης υπήρξαν και τεσσερις τραυματιες για τους Γερμανούς.
Σε αντιποινα οι Γερμανοί εκτέλεσαν 135 Έλληνες κατά την επιστροφή τους από τους Μολάους έως την Σπάρτη και 200 ακόμη Έλληνες Κουμμουνιστές την 1η Μαίου του 1944 φυλακισμένοι στο "μπλοκ 15" του Χαϊδαρίου, μαζί τους Ναπολέων Σουκατζίδης κι ο Νίκος Γλέζος αδελφός του Μανώλη Γλέζου, στην Καισαριανή ως αντίποινα για την Ελληνική Αντίσταση.
Επίσης, διέταξε τους Χαλκιδέους να πάρουν πίσω τα προσωπικά τους είδη και να βρίσκονται μπροστά στα μαγειρεία την επομένη το πρωί, προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Με δεδομένη τη φήμη για μαζική εκτέλεση, που αναφέραμε παραπάνω, όλοι όσοι μίλησαν με τον Fischer πίστεψαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν. Έτσι, οι Ακροναυπλιώτες προσπάθησαν να αποχαιρετήσουν όσους περισσότερους από τους φίλους τους ήταν δυνατόν. Ακολούθως μαζεύτηκαν στον θάλαμο 1 του Μπλοκ 3, όπου με μουσική από δύο κιθάρες κι ένα βιολί έγινε αποχαιρετιστήριο γλέντι. To επόμενο πρωί, πριν από το προσκλητήριο, συγκέντρωσαν τους Χαλκιδαίους και τους επιβίβασαν σε φορτηγά που τους απομάκρυναν από το στρατόπεδο.
Μετά το πρωινό συσσίτιο, ο Fischer κάλεσε γενικό προσκλητήριο, στο οποίο διάβασε μια λίστα διακοσίων ονομάτων. Αυτοί ήταν οι διακόσιοι που θα εκτελούνταν, ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού. Η ομάδα των μελλοθανάτων περιλάμβανε όλους τους Ακροναυπλιώτες, πλην δεκαέξι ατόμων, τους Αναφιώτες και μερικούς γερμανοκρατούμενους.
O αγωνιστής Ν. Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά της Κρήτης, και το ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε λίγο πριν από την εκτέλεσή του την Πρωτομαγιά του 1944. |
«Τώρα τους παρακολουθούμε από μακριά Γελούν και τραγουδούν. Έχουν στήσει εδώ στη μέση του στρατόπεδου των Ες-Ες χορό. Χωριστά οι γέροι. Μπροστά ο Μακέδος, τιμημένος καπνεργάτης της Καβάλας. Χωριστά οι νέοι. Μπροστά ο Μανασής (Παπαδόπουλος). Κι έπειτα ενώνονται πάλι όλοι μαζίγια να βγει απ' τ' αντριωμένα τους στήθια μ' όλη τους τη δύναμη το αθάνατο τραγούδΐ: Ακροναυπλία, Ακροναυπλία, Πίστη, Ελπίδα, Πειθαρχία [...]»
Δενμπορούμε να τους αντικρύσουμε. Η καρδιά μας ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων εμάς που μείναμε. Μα όχι. Κάνουμε ύστατη προσπάθεια. Ούτε ένα δάκρυ να μην αφήσουμε να κυλήσει. Ξεθυμαίνει έτσι το μίσος και η δίψα για εκδίκηση σβήνει. Ας στεγνώσουν στα μάτια τα δάκρυα. Ας γίνουν φλόγα που μας καίει τα σωθικά και μέρα και νύχτα. Να μην ξεχάσουμε ποτέ την ώρα τούτη, ποτέ όσο ζούμε. »
Τα αυτοκίνητα που θα τους πάρουν φάνηκαν στη στροφή του δρόμου. Βαριά οπλισμένοι στρατιώτες παρατάχθηκαν στην πόρτα. Άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Ύστατη στιγμή!
Ο Ανέστης (Λαζαρίδης) ανεβαίνει σ' ένα πεζούλι. Με τη δυνατή φωνή του δίνει το παράγγελμα Προσοχή! Οι Γερμανοί δεν τολμούν να εμποδίσουν. Βγάζουν όλοι τα καπέλα τους. Σιγή νεκροταφείου. Καμιά ιεροτελεστία δεν έγινε με τόση κατάνυξη. Τραγουδούν-. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή... »
Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα... » Τώρα είναι έτοιμοι. Είκοσι-είκοσι προχωρούν. [...] Πετάν τα καπέλα τους στον αέρα.
Βαδίζουνε με σταθερό βήμα. Φωνάζουν "Ζήτω η Λευτεριά" και χάνονται μεσ' το κλειστό αυτοκίνητο.
Έφυγαν!».
Οι διακόσιοι του Χαϊδαρίου μεταφέρθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου τους εκτέλεσαν με οπλοπολυβόλα. Οι σοροί μεταφέρθηκαν στο Γ Νεκροταφείο, όπου τάφηκαν σε ατομικούς τάφους.