Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

16/8/44, ο Μανιάτης Μιχάλης Νικολινάκος, κεντρικό πρόσωπο, στο ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ

Γεννήθηκε στα Άλικα στη Μάνη το 1923, αλλά όπως πάρα πολλοί Μανιάτες τη συγκεκριμένη εποχή,  εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.

Ο σεμνός ζεν πρεμιέ και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ήταν κεντρικό πρόσωπο στο "Μπλόκο της Κοκκινιάς" (17/8/44, εκτελούνται στη μάνδρα της Οσίας Ξένης 75 πολίτες και ξεδιαλέγονται για όμηροι στη Γερμανία περίπου 3.000 ενώ την ίδια μέρα στα πλαίσια της ίδιας επιχείρησης στον Πάνω Καραβά άλλοι 54 πολίτες και πυρπολείται μίσ ολόκληρη συνοικία τα Καμμένα. Στα "σαράντα" (μνημόσυνο) στις 24/9/44 την ώρα της τελετής δολοφονούνται άλλοι 8 πολίτες), όπου από κρυμμένος σε ένα ξεροπήγαδο βρέθηκε αργότερα στη μεγάλη οθόνη να παίζει τον ρόλο του εαυτού του.

Οι Ναζί μαζί με τους έλληνες συνεργάτες τους, δοσίλογους και Ταγματασφαλήτες, είχαν επιδοθεί σε ένα πογκρόμ εκτελέσεων και μαζικής τρομοκρατίας κι έτσι στο στόχαστρο τους μπήκαν ακόμη ολόκληρες συνοικίες σε μια λογική συλλογικής ευθύνης για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων, όπως αντίστοιχα μία ημέρα πριν στις 16/8/44 η σφαγή στο Κομμένο Άρτας. (ενώ λίγο πριν τον Ιούνιο έχει προηγηθεί η Σφαγή του Διστόμου)

Ο Μιχάλης Νικολινάκος το 1944 ήταν μόλις 21 ετών, και ήταν ήδη ένας καταξιωμένος ζωγράφος, σκιτσογράφος, εικονογράφος βιβλίων και περιοδικών, δημιουργός εξωφύλλων, πορτρέτων και κάθε είδους εικαστικής δουλειάς. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, θέλησε να καταταχτεί εθελοντής, κι επειδή η ηλικία του ήταν απαγορευτική για κάτι τέτοιο, τελικά βρέθηκε να πολεμάει την ιταλική βία με τον δικό του τρόπο, με την πένα του και τις γελοιογραφίες του στο σατιρικό φύλλο “Εξόρμησις”.

Είχε παρατήσει την Ανωτάτη Εμπορική για την Αρχιτεκτονική, και ήταν βασικός συνεργάτης της “Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς”, με ιδιαίτερο ταλέντο στις προσωπογραφίες και στις φυσιογνωμιστικές απεικονίσεις. Το ταλέντο αυτό, όμως, δεν το κρατούσε μόνο για τα νόμιμα έντυπα, αλλά το χρησιμοποιούσε και για τα παράνομα έντυπα της Αντίστασης. 
Koκκινιά: το ιστορικό όνομα της περιοχής που περιλαμβάνει την Παλιά Κοκκινιά, Νίκαια, Κορυδαλλό και χωρίστηκε διοικητικά (για εκλογικούς λόγους)...
Αργότερα, και ενώ εργαζόταν για τις εφημερίδες “Ασύρματος”, “Ελληνικό Μέλλον”, “Κοινωνία” κ.ά., βρέθηκε οργανωμένος στο ΕΑΜ, όπως και άλλοι πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι του προπολεμικού “Φιλολογικού Συλλόγου” του Πειραιά. Ηταν δοσμένος στον αγώνα ενάντια στον κατακτητή, πότε φτιάχνοντας ο ίδιος του αφίσες και έντυπα, τα οποία ο ίδιος έβγαινε να τα κολλήσει στους τοίχους, και πότε με τον κουβά και το πινέλο, ανεβασμένος στους ώμους κάποιου συναγωνιστή του, προτιμούσε τα υψηλότερα σημεία για να γράφει συνθήματα και να ζωγραφίζει τοιχογραφίες, ώστε να μην μπορούν εύκολα οι κατακτητές να τα σβήνουν.

Το ταλέντο του πολυσύνθετου καλλιτέχνη ξεδιπλώθηκε και αργότερα, όταν σε συνθήκες ελευθερίας μπορούσε να ασχοληθεί με εξώφυλλα βιβλίων, αφίσες για κινηματογραφικές ταινίες, γελοιογραφία αλλά και κόμικ, επιστημονικό σχέδιο σε εγκυκλοπαίδειες όπως ο “Ηλιος”, μέχρι και σκηνογραφία στο θέατρο. Λίγο αργότερα, εισήχθη στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου πήρε πτυχίο Ζωγράφου και Καθηγητή των Τεχνικών σε 3,5 χρόνια. Κινηματογραφική αφίσα με γελοιογραφίες των πρωταγωνιστών Κινηματογραφική αφίσα με γελοιογραφίες των πρωταγωνιστών, έργο του Μιχάλη Νικολινάκου.

Ομως, ο Μιχάλης Νικολινάκος είναι γνωστός στο πλατύ κοινό, κυρίως, από τους κινηματογραφικούς του ρόλους. Ζεν πρεμιέ, με πλήθος θαυμαστριών και με εξώφυλλα στα περιοδικά. Είναι “Ο άνθρωπος του τρένου” και ο βασικός χαρακτήρας στο “Εγκλημα στο Κολωνάκι”.

Τα απίστευτα παιχνίδια της τύχης:
Ο Μιχάλης Νικολινάκος ήταν, επίσης, ο βασικός χαρακτήρας στην ταινία του 1959 του Δημήτρη Ιωαννόπουλου “Στρατιώτες δίχως στολή“.

Μια τυπική, αντιγερμανική (ας την πούμε έτσι) ταινία με θέμα από την Κατοχή, του είδους εκείνου των ταινιών που γυρίζονταν κυρίως τα χρόνια 1950-1967, με όλα τα πασίγνωστα ευρήματα: Η αντίσταση στους κατακτητές γίνεται κυρίως με σαμποτάζ μικρών “αστικών” ομάδων με τη συμμετοχή αξιωματικών από τη Μέση Ανατολή, χωρίς την παραμικρή αναφορά στο αντάρτικο ή στο λαϊκό κίνημα.

Η γυναίκα που έχει σχέσεις με τους κατακτητές και τα όργανά τους για να τους αποσπά μυστικά τα οποία δίνει στην αντιστασιακή της ομάδα. Οι δωσίλογοι και οι προδότες είναι μισητά, ανήθικα πρόσωπα χωρίς συνείδηση κ.ο.κ.

Στην πρώτη σκηνή του φιλμ, ο χαρακτήρας του Νικολινάκου ξεφεύγει από ένα γερμανικό μπλόκο, την στιγμή που μεταφέρει μυστικά σήματα από τον ασύρματο, και για να γλιτώσει, βρίσκει καταφύγιο χάρη σε μια κοπέλα (Ξένια Καλογεροπούλου) με την οποία θα πλεχτεί ένα ειδύλλιο. Τυπικότατα, όλα, σωστά;;;
Με την εξής διαφορά, όμως: Στην ταινία, ο Νικολινάκος παίζει στην πραγματικότητα τον εαυτό του, και αυτά που στ’ αλήθεια του συνέβησαν στην Κατοχή, μόνο που η πραγματικότητα, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, είναι χίλιες φορές πιο συγκλονιστική και πιο, επιτρέψτε μας, πιο θεαματική.

Ας γυρίσουμε 15 χρόνια πίσω. Το βράδι της 16ης Αυγούστου 1944, ο Μιχάλης Νικολινάκος, έχοντας τελειώσει κάποιες αντιστασιακές δουλειές, κατευθύνεται προς τη Νίκαια. Κάποιος γνωστός του τον έχει ενημερώσει πως πολύ σύντομα, κάποιο μεγάλο κακό θα γίνει στην περιοχή, -“Κοκκινιά καπούτ” είχε πει ένας Γερμανός. Ετσι ο Μιχάλης Νικολινάκος αποφασίζει να περάσει τη νύχτα στο σπίτι ενός ζευγαριού ηλικιωμένων μελών του ΕΑΜ. Στο σπίτι αυτό, στην περιοχή “Περιβολάκι”, ο ήρωας μας είχε φιλοξενηθεί κι άλλες φορές, πάντοτε με τον φόβο και την αγωνία της σύλληψης. Προτού να φέξει, άρχισαν να ακούγονται φωνές, τρεχαλητά και πυροβολισμοί. Η συνοικία είχε κυκλωθεί από Γερμανούς, ταγματασφαλήτες και χωροφύλακες. Σύμφωνα με την αφήγηση του αγωνιστή Ευστράτιου Ευστρατιάδη στο βιβλίο του, οι Γερμανοί έψαχναν πολύ στοχευμένα δύο πολύ συγκεκριμένα άτομα. Τόσο στοχευμένα, ώστε είχαν μοιράσει τις φωτογραφίες τους στους Γερμανοτσολιάδες, σε μέγεθος καρτ-ποστάλ, και με αυτές στο χέρι περιδιάβαιναν τις γειτονιές και τα δρομάκια, μαζί με το κάλεσμα να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες 15-60 ετών στην Πλατεία της Οσίας Ξένης:

- Αναγνωρίζετε κάποιο από αυτά τα δύο καθάρματα;;; Πείτε μας που κρύβονται. Οποιος τους κρύβει θα τιμωρείται επί τόπου.

Ο ένας από τους δύο καταζητούμενους ήταν ο Μιχάλης Νικολινάκος. Εκανε να φύγει, με κατεύθυνση προς το Σχιστό, αλλά βλέποντας και ακούγοντας σε όλες τις διασταυρώσεις τσολιάδες και Ναζί, ξαναγύρισε στο σπιτάκι με την αυλή. Περπατώντας πάνω-κάτω και ψάχνοντας μια λύση, είτε να κρυφτεί σε υπόγειο, είτε σε σοφίτα, είτε οπουδήποτε, πρόσεξε στην άκρη της αυλής ένα κομμάτι σκαμμένης γης, σκεπασμένο με παλιόξυλα και χόρτα.

- Είναι ξεροπήγαδο, του είπε ο άντρας της κυρίας Ελένης. Το είχαμε σκάψει όταν η Νίκαια δεν είχε νερό.

Πλησίασε και είδε πράγματι μια τρύπα με διάμετρο 1,30 μέτρα και βάθος 10 μέτρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, είπε στο ζευγάρι να το σκεπάσουν όταν θα κατέβαινε, αλλά να αφήσουν μια χαραμάδα να μπαίνει λίγο φως και λίγος αέρας, και άρχισε να το κατεβαίνει, πατώντας στις προεξοχές από την ξερολιθιά που υπήρχαν στα τοιχώματα του πηγαδιού. Οταν έφτασε στον πάτο, βρήκε πηχτή λάσπη. Μια είδηση, όμως, τον αναστάτωσε και πάλι. Του είπαν από πάνω ότι οι Γερμανοί και οι τ/αλήτες, γυρίζοντας στα σπίτια, όπου βρίσκουν πηγάδι, πετάνε κι από μια χειροβομβίδα μέσα, με το σκεπτικό μην τυχόν έχει τολμήσει κανένας να κρυφτεί εκεί μέσα. Μην έχοντας καμία άλλη δυνατότητα, είδε δεξιά κι αριστερά του πυθμένα, δυο λαγούμια που σχηματίζονταν από τη ροή παλαιότερα του νερού. Το ένα από τα δύο λαγούμια μπορούσε να τον χωρέσει με λίγη βία, και πράγματι, κουλουριάστηκε, έσυρε το σώμα του και τα χέρια του μέσα στην οριζόντια τρύπα, αφού πρώτα μάζεψε όση λάσπη μπορούσε μπροστά του και γύρω του, ώστε να υπάρχει κάποια ελάχιστη κάλυψη σε περίπτωση ρίψης χειροβομβίδας. Και έμεινε εκεί, με το σώμα του επάνω στον στριμωγμένο βραχίονα του, επί πόλλές ώρες, μέχρι που άρχισε να βραδιάζει …

Οταν το φως της μέρας λιγόστεψε πολύ, φωνές χαράς και γέλια ακούστηκαν στο στόμιο του πηγαδιού. Οι Γερμανοί και οι εθνοπροδότες είχαν φύγει και οι δρόμοι ήταν ελεύθεροι. Μπορούσε να βγει. Μόνο που δεν ένιωθε καθόλου τα δάχτυλά του. Ηταν ξυλιασμένα, μουδιασμένα, ανίκανα να κινηθούν, και το ίδιο βαρύ σαν μολύβι ένιωθε και το μπράτσο του και ολόκληρο το χέρι. Φώναξε πως χρειαζόταν ένα σχοινί, και ο άντρας του σπιτιού, παλιός ναυτικός, αμέσως βρήκε έναν παλιό κάβο, φώναξε και ανθρώπους της γειτονιάς, και όλοι μαζί σε μια υπερπροσπάθεια, κατάφερα να τραβήξουν το Μιχάλη επάνω στην επιφάνεια. Αμέσως, πολλά χέρια τον έπιασαν, τον σήκωσαν στα χέρια, και τον πήγαν στο κρεβάτι, όπου όλοι μαζί άρχισαν να του τρίβουν τα άκρα, για να ξεμουδιάσουν και να επανέλθουν.

************

Ο Μιχάλης Νικολινάκος, έπαιξε σε αρκετές ταινίες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σταμάτησε να εμφανίζεται εκεί γύρω στην αρχή της χούντας, αμέσως μετά το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας “Μπροστά στην αγχόνη” του Κώστα Ασημακόπουλου, που είχε θέμα τους αγώνες στην Κύπρο. Εκανε μία ακόμη εμφάνιση, το 1973, σε ένα αυτοτελές επεισόδιο μιας σειράς της τηλεόρασης με τίτλο “Ποιος είναι ο ένοχος”, και δεν στάθηκε ποτέ ξανά μπροστά από την κάμερα. Οπως είδαμε, η πραγματική του ιστορία είναι χίλιες φορές πιο συγκλονιστική από την σκηνή στην ταινία “Στρατιώτες δίχως στολή”. Αλλωστε, δεν ήταν η μοναδική φορά που έπαιξε τον αγωνιστή της Αντίστασης. Παρόμοιο ρόλο είχε και σε άλλες ταινίες, όπως π,χ, στον “Ανθρωπο του τρένου” και στον “Ξένο της νύχτας”.

Το ποτέ (δεν στάθηκε ξανά μπροστά από την κάμερα). Αυτό δεν είναι ακριβές. Το 1983, όταν ο Διονύσης Γρηγοράτος γύριζε το φιλμ για το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ο Μιχάλης Νικολινάκος εμφανίστηκε εκεί, στα τελευταία λεπτά. Με έναν κουβά κι ένα πινέλο, έδειξε μπροστά στην κάμερα πως έγραφαν τα συνθήματα στους τοίχους, και στη συνέχεια διάβασε ένα συγκλονιστικό ποίημα για το μπλόκο της Κοκκινιάς, και θυμήθηκε τι έκανε η ομάδα του την επόμενη μέρα.

Μπορείτε να τον δείτε εδώ, στο 1.13.05 (αν και θα σας προτείναμε να δείτε ολόκληρο το φιλμ):
Διονύσης Γρηγοράτος – Το μπλόκο της Κοκκινιάς

Μετά το 1946, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και φοίτησε παράλληλα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, ενώ υπήρξε και μαθητής του μεγάλου Δημήτρη Ροντήρη.

Ήταν ψηλός, φωτογενής, κομψός, αρρενωπός. Έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός σε πολλές θαυμάστριες. Θεωρήθηκε ζεν πρεμιέ της εποχής εκείνης. Ασχολήθηκε επίσης με την ζωγραφική και χρησιμοποιούσε κυρίως μελάνια για να αποτυπώσει τις σκέψεις του.

Το έργο του οποίου κρίθηκε εξπρεσιονιστικό, με καθαρό όμως προσωπικό τόνο. Υπήρξε επίσης πολύ γνωστός και ως σκιτσογράφος με συνεργασίες σε περιοδικά και άλλα έντυπα. Η επίδοσή του όμως στον κινηματογράφο υπήρξε επιτυχής. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Δεκαμβρίου 1994 σε ηλικία 71 ετών και κηδεύθηκε στο κοιμητήριο της Αναστάσεως του Πειραιά.